- πλησμονικός
- πλησμον-ικός, ή, όν,A fond of gorging,
ταῖς τροφαῖς Pythag.Ep.4.2
([place name] Theano).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῖς τροφαῖς Pythag.Ep.4.2
([place name] Theano).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλησμονικός — ή, όν, Α [πλησμονή] ο επιρρεπής σε αδηφαγία, σε παραχορτασμό … Dictionary of Greek
πλησμονικά — πλησμονικός fond of gorging neut nom/voc/acc pl πλησμονικά̱ , πλησμονικός fond of gorging fem nom/voc/acc dual πλησμονικά̱ , πλησμονικός fond of gorging fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονικόν — πλησμονικός fond of gorging masc acc sg πλησμονικός fond of gorging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονικαί — πλησμονικός fond of gorging fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονικῆς — πλησμονικός fond of gorging fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)